3,270,824
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει. | |mltxt=[[ἑλκοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑλκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |