Anonymous

τρέχω: Difference between revisions

From LSJ
1,687 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. [[ἔδραμον]], παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχω]] Α<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] [[γρήγορα]] μετακινώντας [[προς]] τα [[εμπρός]] τα πόδια σε σύντονη [[διαδοχή]] («βαδίζειν καὶ τρέχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άψυχα) κινούμαι [[ταχέως]] (α. «η [[φήμη]] τρέχει» β. «[[ἔρις]] δραμοῦσα τοῦ [[προσωτάτω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τα [[μέσα]] συγκοινωνίας) [[διανύω]] μία [[απόσταση]] ωθούμενος ή κινούμενος από [[φυσική]] ή [[μηχανική]] [[δύναμη]] (α. «το [[αυτοκίνητο]] αυτό μπορεί να τρέξει με 200 χιλιόμετρα την ώρα» β. «ναῡς παρὰ γῆν ἔδραμεν», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>4.</b> (για αθλητή) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε αγώνα δρόμου<br /><b>5.</b> (για ίππο και αναβάτη) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) ρέω, χύνομαι (α. «το [[αίμα]] έτρεχε σαν [[ποτάμι]]» β. «ἐπὶ... καρδίαν...δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να προχωρεί [[γρήγορα]] («μην το τρέχεις το [[παιδί]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δοχείο]], [[βρύση]], [[στέγη]]) [[αφήνω]] να διαρρεύσει [[υγρό]] (α. «η [[βρύση]] τρέχει» β. «η [[στάμνα]] τρέχει»)<br /><b>3.</b> [[τριγυρίζω]] στους δρόμους [[γεμάτος]] έγνοιες («όλη [[μέρα]] τρέχει για να βρει δουλειά»)<br /><b>4.</b> περιπλανιέμαι, [[ιδίως]] άσκοπα («πού τρέχεις τα βράδια;»)<br /><b>5.</b> [[λέγω]] ή [[ενεργώ]] με ρυθμό ταχύτερο από τον κανονικό («[[πάλι]] τρέχει το [[ρολόι]]»)<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>τρέχει</i><br />συμβαίνει («τί τρέχει;»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τρέχει και δεν φτάνει» — δεν μπορεί να επανορθώσει τη [[ζημιά]] ή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες [[παρά]] τις προσπάθειές του<br />β) «τρέχει κι [[ακόμα]] τρέχει» — λέγεται για πανικόβλητο<br />γ) «τρέχει όπου τρέχουν τα νερά» — ακολουθεί αυτούς που βρίσκονται σε καλή [[κατάσταση]]<br />δ) «τρέχα γύρευε»<br />i) [[είναι]] δύσκολο να το βρεις ή [[είναι]] δύσκολο να μάθεις τί συμβαίνει<br />ii) δεν αξίζει να ενδιαφέρεται [[κανείς]]<br />ε) «τρέχει ο [[νους]] μου» ή «τρέχει ο [[λογισμός]] μου» — [[σκέπτομαι]] διάφορα πράγματα<br />στ) «μού τρέχει» — μού πάνε ευνοϊκά τα πράγματα<br />ζ) «μέ τρέχει» — μέ καταδιώκει, μέ καταπιέζει με συνεχή [[παρακολούθηση]]<br />η) «το τρέχον [[έτος]]» — το [[έτος]] που διανύουμε<br />θ) «η τρέχουσα [[τιμή]]» ή «η τρέχουσα [[αξία]]» — η [[τιμή]] ή η [[αξία]] που ισχύει [[σήμερα]]<br />ι) «ο [[μήνας]] που τρέχει» — ο [[τωρινός]] [[μήνας]], ο [[μήνας]] που διανύουμε<br />ια) «τρέχων [[λογαριασμός]]» — ο [[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]]<br />ιβ) «τρέχει ο [[τόκος]]», «τρέχει ο [[μισθός]]», «τρέχει η [[σύνταξη]]» — ο [[τόκος]], ο [[μισθός]] ή η [[σύνταξη]] εξακολουθεί να καταβάλλεται ή να αυξάνεται<br />ιγ) «[[κάτι]] τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντο [[γεγονός]]<br />ιδ) «τρέχει η [[μύτη]] μου» — έχω [[καταρροή]]<br />ιε) «τρέχουν τα σάλια μου» — [[επιθυμώ]] πολύ [[κάτι]]<br />ιστ) «τρέχον [[κύμα]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην κυματική) το σύνηθες [[κύμα]] που διαδίδεται [[χωρίς]] περιορισμό σε ένα ομοιογενές [[μέσον]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[στάσιμο]] [[κύμα]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δεν σέ τρέχει, καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ' άλογό σου» — οι κόποι αποβαίνουν μάταιοι όταν δεν υπάρχει η [[εύνοια]] της τύχης<br />β) «σαν δεν σού τρέχει, μην τρέχεις<br />κι αν σού τρέχει, μην τρέχεις» — αν η [[τύχη]] δεν σέ ευνοεί μην κοπιάζεις, κι αν σέ ευνοεί [[είναι]] [[πάλι]] περιττό να κοπιάζεις<br />γ) «[[εκεί]] που τρέχει το [[νερό]] [[πάλι]] να τρέξει θέλει» — αυτοί που έχασαν τα [[αγαθά]] τους θα τά αποκτήσουν [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διαπράττω]] («μηδ' ἑτέρας δραμεῑν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με τις αιτ. [[βῆμα]], [[δίαυλον]], <i>δρόμον</i>, <i>ἀγῶνα</i>) [[διατρέχω]], [[διανύω]]<br /><b>2.</b> (συν. το αρσ. μτχ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) <i>τρέχων</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Τρέχοντες</i><br />[[ονομασία]] αστερισμού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρέχω]] κίνδυνον» — [[διατρέχω]] κίνδυνο<br />β) «παρὰ ἓv [[πάλαισμα]] ἔδραμε νικᾱν ὀλυμπιάδα» — [[παρά]] ένα [[αγώνισμα]] θα νικούσε στην ολυμπιάδα, κόντεψε να νικήσει στην ολυμπιάδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τρέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θρέχω</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>d</i><sup>h</sup><i>regh</i>- «[[γλιστρώ]], κινούμαι, [[τρέχω]]». Το παραγωγό του ρ. [[τροχός]], που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος, αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ιρλδ. <i>droch</i> «[[τροχός]]», ενώ ο αρμεν. τ. <i>durgn</i> εμφανίζει πιθ. μακρό φωνηεντισμό (<b>πρβλ.</b> [[τρωχάω]]). Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>τραχ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. [[τράχω]] και το ουσ. [[τράχηλος]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. [[ἔδραμον]], παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχω]] Α<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] [[γρήγορα]] μετακινώντας [[προς]] τα [[εμπρός]] τα πόδια σε σύντονη [[διαδοχή]] («βαδίζειν καὶ τρέχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άψυχα) κινούμαι [[ταχέως]] (α. «η [[φήμη]] τρέχει» β. «[[ἔρις]] δραμοῦσα τοῦ [[προσωτάτω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τα [[μέσα]] συγκοινωνίας) [[διανύω]] μία [[απόσταση]] ωθούμενος ή κινούμενος από [[φυσική]] ή [[μηχανική]] [[δύναμη]] (α. «το [[αυτοκίνητο]] αυτό μπορεί να τρέξει με 200 χιλιόμετρα την ώρα» β. «ναῡς παρὰ γῆν ἔδραμεν», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>4.</b> (για αθλητή) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε αγώνα δρόμου<br /><b>5.</b> (για ίππο και αναβάτη) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) ρέω, χύνομαι (α. «το [[αίμα]] έτρεχε σαν [[ποτάμι]]» β. «ἐπὶ... καρδίαν...δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να προχωρεί [[γρήγορα]] («μην το τρέχεις το [[παιδί]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δοχείο]], [[βρύση]], [[στέγη]]) [[αφήνω]] να διαρρεύσει [[υγρό]] (α. «η [[βρύση]] τρέχει» β. «η [[στάμνα]] τρέχει»)<br /><b>3.</b> [[τριγυρίζω]] στους δρόμους [[γεμάτος]] έγνοιες («όλη [[μέρα]] τρέχει για να βρει δουλειά»)<br /><b>4.</b> περιπλανιέμαι, [[ιδίως]] άσκοπα («πού τρέχεις τα βράδια;»)<br /><b>5.</b> [[λέγω]] ή [[ενεργώ]] με ρυθμό ταχύτερο από τον κανονικό («[[πάλι]] τρέχει το [[ρολόι]]»)<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>τρέχει</i><br />συμβαίνει («τί τρέχει;»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τρέχει και δεν φτάνει» — δεν μπορεί να επανορθώσει τη [[ζημιά]] ή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες [[παρά]] τις προσπάθειές του<br />β) «τρέχει κι [[ακόμα]] τρέχει» — λέγεται για πανικόβλητο<br />γ) «τρέχει όπου τρέχουν τα νερά» — ακολουθεί αυτούς που βρίσκονται σε καλή [[κατάσταση]]<br />δ) «τρέχα γύρευε»<br />i) [[είναι]] δύσκολο να το βρεις ή [[είναι]] δύσκολο να μάθεις τί συμβαίνει<br />ii) δεν αξίζει να ενδιαφέρεται [[κανείς]]<br />ε) «τρέχει ο [[νους]] μου» ή «τρέχει ο [[λογισμός]] μου» — [[σκέπτομαι]] διάφορα πράγματα<br />στ) «μού τρέχει» — μού πάνε ευνοϊκά τα πράγματα<br />ζ) «μέ τρέχει» — μέ καταδιώκει, μέ καταπιέζει με συνεχή [[παρακολούθηση]]<br />η) «το τρέχον [[έτος]]» — το [[έτος]] που διανύουμε<br />θ) «η τρέχουσα [[τιμή]]» ή «η τρέχουσα [[αξία]]» — η [[τιμή]] ή η [[αξία]] που ισχύει [[σήμερα]]<br />ι) «ο [[μήνας]] που τρέχει» — ο [[τωρινός]] [[μήνας]], ο [[μήνας]] που διανύουμε<br />ια) «τρέχων [[λογαριασμός]]» — ο [[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]]<br />ιβ) «τρέχει ο [[τόκος]]», «τρέχει ο [[μισθός]]», «τρέχει η [[σύνταξη]]» — ο [[τόκος]], ο [[μισθός]] ή η [[σύνταξη]] εξακολουθεί να καταβάλλεται ή να αυξάνεται<br />ιγ) «[[κάτι]] τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντο [[γεγονός]]<br />ιδ) «τρέχει η [[μύτη]] μου» — έχω [[καταρροή]]<br />ιε) «τρέχουν τα σάλια μου» — [[επιθυμώ]] πολύ [[κάτι]]<br />ιστ) «τρέχον [[κύμα]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην κυματική) το σύνηθες [[κύμα]] που διαδίδεται [[χωρίς]] περιορισμό σε ένα ομοιογενές [[μέσον]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[στάσιμο]] [[κύμα]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δεν σέ τρέχει, καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ' άλογό σου» — οι κόποι αποβαίνουν μάταιοι όταν δεν υπάρχει η [[εύνοια]] της τύχης<br />β) «σαν δεν σού τρέχει, μην τρέχεις<br />κι αν σού τρέχει, μην τρέχεις» — αν η [[τύχη]] δεν σέ ευνοεί μην κοπιάζεις, κι αν σέ ευνοεί [[είναι]] [[πάλι]] περιττό να κοπιάζεις<br />γ) «[[εκεί]] που τρέχει το [[νερό]] [[πάλι]] να τρέξει θέλει» — αυτοί που έχασαν τα [[αγαθά]] τους θα τά αποκτήσουν [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διαπράττω]] («μηδ' ἑτέρας δραμεῑν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με τις αιτ. [[βῆμα]], [[δίαυλον]], <i>δρόμον</i>, <i>ἀγῶνα</i>) [[διατρέχω]], [[διανύω]]<br /><b>2.</b> (συν. το αρσ. μτχ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) <i>τρέχων</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Τρέχοντες</i><br />[[ονομασία]] αστερισμού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρέχω]] κίνδυνον» — [[διατρέχω]] κίνδυνο<br />β) «παρὰ ἓv [[πάλαισμα]] ἔδραμε νικᾱν ὀλυμπιάδα» — [[παρά]] ένα [[αγώνισμα]] θα νικούσε στην ολυμπιάδα, κόντεψε να νικήσει στην ολυμπιάδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τρέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θρέχω</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>d</i><sup>h</sup><i>regh</i>- «[[γλιστρώ]], κινούμαι, [[τρέχω]]». Το παραγωγό του ρ. [[τροχός]], που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος, αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ιρλδ. <i>droch</i> «[[τροχός]]», ενώ ο αρμεν. τ. <i>durgn</i> εμφανίζει πιθ. μακρό φωνηεντισμό (<b>πρβλ.</b> [[τρωχάω]]). Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>τραχ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. [[τράχω]] και το ουσ. [[τράχηλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρέχω:''' Δωρ. [[τράχω]], μέλ. <i>θρέξομαι</i>, αόρ. [[ἔθρεξα]], Ιων. [[θρέξασκον]]· επίσης (από √<i>ΔΡΕΜ</i> ή <i>ΔΡΑΜ</i>), μέλ. <i>δρᾰμοῦμαι</i>, Ιων. <i>δραμέομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔδρᾰμον</i>, παρακ. [[δεδράμηκα]] [ᾰ], ποιητ. παρακ. [[δέδρομα]] — Παθ., παρακ. <i>δεδράμημαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]], Λατ. [[curro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, κινούμαι [[γρήγορα]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. τόπου, [[ξεχειλίζω]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> με σύστ. αιτ., [[τρέχω]] δρόμον ἀγῶνα, [[τρέχω]] έναν αγώνα δρόμου, σε Ευρ. κ.λπ.· [[συχνά]] μεταφ., ἀγῶνα [[δραμοῦμαι]], [[διακινδυνεύω]], στον ίδ.· πολλοὺς ἀγῶνας [[δραμεῖν]] περὶ [[σφέων]] αὐτέων, διακινδυνεύουν [[πολλά]] για τη [[σωτηρία]] τους, σε Ηρόδ.· [[ενίοτε]] η αιτ. παραλείπεται, [[τρέχω]] περὶ [[ἑωυτοῦ]], διακινδυνεύει την [[ίδια]] του την [[ζωή]], στον ίδ.· <i>τρέχωπερὶ τῆς νίκης</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> παρ' ἓν [[πάλαισμα]] ἔδραμε [[νικᾶν]], λίγο ἔλειψε να νικήσει, σε Ηρόδ.
}}
}}