Anonymous

ἀπρόσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόσκεπτος]], -ον (Α) [[προσκοπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη [[σκέψη]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>2.</b> μη [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]].
|mltxt=[[ἀπρόσκεπτος]], -ον (Α) [[προσκοπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη [[σκέψη]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>2.</b> μη [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσκεπτος:''' -ον (προ-[[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απρόοπτος]], αυτός που έγινε [[χωρίς]] να προηγηθεί ιδιαίτερη [[σκέψη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είναι [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.
}}
}}