Anonymous

φιλύρινος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] φιλύρας («φιλυρίνη [[σανίς]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]], [[κούφιος]], όπως το [[ξύλο]] της φιλύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] φιλύρας («φιλυρίνη [[σανίς]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]], [[κούφιος]], όπως το [[ξύλο]] της φιλύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλύρῐνος:''' [ῠ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη [[φλαμουριά]] ή τη [[φιλύρα]], [[ελαφρύς]] όπως το [[ξύλο]] της φιλύρας, σε Αριστοφ.
}}
}}