Anonymous

θύον: Difference between revisions

From LSJ
179 bytes added ,  30 December 2018
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δένδρο]] του οποίου το [[ξύλο]] καιγόταν ως αρωματικό ή με το οποίο κατασκεύαζαν πολυτελή αντικείμενα<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ θύα</i><br />θρησκευτικές προσφορές, πλακούντια, [[θυμίαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I). Η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «αρωματικό [[ξύλο]]», εξελίχθηκε όμως σε «[[προσφορά]] θρησκευτική»].
|mltxt=[[θύον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[δένδρο]] του οποίου το [[ξύλο]] καιγόταν ως αρωματικό ή με το οποίο κατασκεύαζαν πολυτελή αντικείμενα<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ θύα</i><br />θρησκευτικές προσφορές, πλακούντια, [[θυμίαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I). Η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «αρωματικό [[ξύλο]]», εξελίχθηκε όμως σε «[[προσφορά]] θρησκευτική»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύον:''' τό ([[θύω]] Α), ένα δέντρο του οποίου το [[ξύλο]] όταν καιγόταν ευωδίαζε, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}