Anonymous

πνιγηρός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πνιγηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[αποπνικτικός]], αυτός που δυσκολεύει την [[αναπνοή]], με [[πίεση]] του λαιμού, με [[ζέστη]] ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή [[ατμόσφαιρα]]» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[πνιγηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[αποπνικτικός]], αυτός που δυσκολεύει την [[αναπνοή]], με [[πίεση]] του λαιμού, με [[ζέστη]] ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή [[ατμόσφαιρα]]» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πνῑγηρός:''' -ά, -όν ([[πνίγω]]), [[αποπνικτικός]], [[ασφυκτικός]], σε Αριστοφ.
}}
}}