Anonymous

ἐπωτίδες: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />oreillettes de la proue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖς]].
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />oreillettes de la proue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπωτίδες:''' αἱ ([[οὖς]]), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του μπροστινού μέρους του πλοίου· από [[εκεί]] ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην [[ανέλκυση]] της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}