Anonymous

ἀσκωλιάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκωλιάζω]] και [[ἀσκωλίζω]] (Α) [[ασκώλια]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] σε ασκό στη [[γιορτή]] των Ασκωλίων<br /><b>2.</b> [[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]], [[συνήθως]] στο αριστερό.
|mltxt=[[ἀσκωλιάζω]] και [[ἀσκωλίζω]] (Α) [[ασκώλια]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] σε ασκό στη [[γιορτή]] των Ασκωλίων<br /><b>2.</b> [[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]], [[συνήθως]] στο αριστερό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκωλιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χορεύω]] όπως στα [[Ἀσκώλια]], σε Αριστοφ.
}}
}}