Anonymous

αὐτόγυος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόγυος]], -ον (Α)<br />(για [[αλέτρι]]) μονοκόμματο, από ένα [[ξύλο]] φτιαγμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γύης]] «κυρτωμένο [[ξύλο]] του αρότρου»].
|mltxt=[[αὐτόγυος]], -ον (Α)<br />(για [[αλέτρι]]) μονοκόμματο, από ένα [[ξύλο]] φτιαγμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γύης]] «κυρτωμένο [[ξύλο]] του αρότρου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόγυος:''' -ον ([[γύης]]), λέγεται για το [[αλέτρι]], αυτός που έχει ένα υνί από το [[άροτρο]], σε Ησίοδ.
}}
}}