3,277,719
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] λόφους, [[διπλή]] [[κορυφή]], λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ. | |||
}} | }} |