Anonymous

δίλοφος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] λόφους, [[διπλή]] [[κορυφή]], λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.
}}
}}