Anonymous

ἀρτίγαμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίγαμος]], -ον (Α)<br />[[μόλις]] παντρεμένος.
|mltxt=[[ἀρτίγαμος]], -ον (Α)<br />[[μόλις]] παντρεμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίγᾰμος:''' -ον, αυτός που [[μόλις]] παντρεύτηκε, [[νιόπαντρος]], σε Ανθ.
}}
}}