Anonymous

ἐγκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκατακλίνω]] (Α)<br />[[ξαπλώνω]] κάποιον [[μέσα]] (σε [[ιερό]]).
|mltxt=[[ἐγκατακλίνω]] (Α)<br />[[ξαπλώνω]] κάποιον [[μέσα]] (σε [[ιερό]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[βάζω]] κάποιον για ύπνο σε κάποιο [[μέρος]], σε Αριστοφ. — Παθ., [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] σε, στον ίδ.
}}
}}