Anonymous

ὀλοφυδνός: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφυδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] θρήνου, [[λυπηρός]], [[οδυνηρός]], [[θρηνώδης]] («[[ἔπος]] δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀλοφυδνά</i><br />με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, [[λυπηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ολοφύρομαι]]].
|mltxt=[[ὀλοφυδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] θρήνου, [[λυπηρός]], [[οδυνηρός]], [[θρηνώδης]] («[[ἔπος]] δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀλοφυδνά</i><br />με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, [[λυπηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ολοφύρομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυδνός:''' -ή, -όν, [[οικτρός]], [[αξιοθρήνητος]], [[θρηνητικός]], σε Όμηρ.· <i>ὀλοφυδνά</i>, ως επίρρ., Ανθ.
}}
}}