Anonymous

λώτισμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λώτισμα]], τὸ (Α) [[λωτίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[άνθος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[απάνθισμα]], [[καθετί]] το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[λώτισμα]], τὸ (Α) [[λωτίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[άνθος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[απάνθισμα]], [[καθετί]] το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λώτισμα:''' -ατος, τό, [[λουλούδι]], [[άνθος]]· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.
}}
}}