Anonymous

φθείρω: Difference between revisions

From LSJ
1,801 bytes added ,  30 December 2018
6
(45)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθαίρω]] ΜΑ, και αιολ. τ. [[φθέρρω]], και αρκαδ. τ. [[φθήρω]], Α<br />[[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή [[χρήση]] (α. «αν [[φοράς]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[παντελόνι]], θα το φθείρεις στο [[τέλος]]» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ' ὑφάς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] πνευματική ή [[ηθική]] [[φθορά]], [[διαφθείρω]] («ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά», αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>φθείρομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[χάνω]] σταδιακά το [[κύρος]] και την [[υπόληψη]] μου<br />β) (στην [[ποίηση]]) [[αδυνατίζω]] («τα [[τέκνα]] τριγύρου / φθαρμένα και μαύρα / σαν ίσκιους ονείρου», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[φονεύω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με παρθένες) [[αποπλανώ]] ή [[ατιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα ή με δώρα<br /><b>4.</b> [[αναμιγνύω]] [[μερικά]] [[σταθερά]] χρώματα με σκοπό την [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για ταξιδιώτες στη [[στεριά]] ή για ναυτικούς) [[περιπλανώμαι]]<br />β) [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] χειρότερη από αυτήν που ήμουν [[προηγουμένως]]<br />γ) <b>ιατρ.</b> [[υφίσταμαι]] [[διαταραχή]] («ἡ κοιλίη φθαρήσεται», Ιπποκρ.)<br />δ) (για [[γυναίκα]]) καθίσταμαι [[στείρα]] («χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (το β' εν. και πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ. ως [[κατάρα]]) <i>φθείρου</i>! και <i>φθείρεσθε</i>!<br />να χαθείς!, να χαθείτε!<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φθείρομαί τινος» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «φθείρομαι εἴς τι [ή [[πρός]] τι]»<br />(για φορτικούς ανθρώπους και για κόλακες) [[πέφτω]] ορμητικά [[πάνω]] σε κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φθερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>her</i>- «ρέω, χύνομαι, εξαφανίζομαι», με ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (όπως φαίνεται και από την [[εναλλαγή]] αρκτικού <i>φθ</i>/<i>ψ</i>, <b>πρβλ.</b> τον διαλ. τ. [[ψείρει]], <b>βλ.</b> και [[φθάνω]], [[φθίνω]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kşarati</i> «ρέει, χύνεται, εξαφανίζεται», <i>kşara</i>- «[[νερό]]», αβεστ. <i>yžara</i><sup>i</sup><i>ti</i> «ρέει». Εκτός από την κύρια σημ., το ρ. [[φθείρω]] [[καθώς]] και ορισμένα σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>συμφθείρομαι</i>) και παρ. (<b>πρβλ.</b> [[φθορά]]) εμφανίζουν μια ιδιαίτερη [[τεχνική]] σημ. «[[αναμιγνύω]] χρώματα», η οποία έχει προέλθει με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]], που σημειώθηκε μόνο στην Ελληνική, από τη σημ. «[[φθείρω]], [[χαλώ]] την [[καθαρότητα]] τών χρωμάτων με την [[ανάμιξη]] τους». Οι διαλεκτικοί τ. [[φθήρω]] και [[φθέρρω]] έχουν προέλθει από τον τ. <i>φθερ</i>-<i>jω</i> με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κτενjω</i> <span style="color: red;"><</span> ιων.-αττ. [[κτείνω]], αρκαδ. <i>κτήνω</i>, λεσβ. [[κτέννω]]), ενώ ο τ. [[φθαίρω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φθαρ</i>- του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[κταίνω]]: [[κτείνω]]). Τέλος, από το ρ. [[φθείρω]] προέρχονται παρ. και σύνθ. τ. που εμφανίζουν τις μορφές <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>φθορ</i>-<i>ά</i>, <i>φθόρ</i>-<i>ος</i>, [[καθώς]] και τα σύνθ. σε -<i>φθορος</i>) και <i>φθαρ</i>-της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> <i>φθάρ</i>-<i>μα</i>, <i>φθαρ</i>-<i>τός</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φθαρτικός]], [[φθαρτός]], [[φθορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φθάρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φθόρος]]·<b>μσν.</b> [[φθάρσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φθαρμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φθερσίβροτος]], [[φθερσιγενής]]. (Β' συνθετικό) [[διαφθείρω]], [[παραφθείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφθείρω]], [[εκφθείρω]], [[καταφθείρω]], [[προφθείρω]], [[συμφθείρω]], [[υποφθείρω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθαίρω]] ΜΑ, και αιολ. τ. [[φθέρρω]], και αρκαδ. τ. [[φθήρω]], Α<br />[[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή [[χρήση]] (α. «αν [[φοράς]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[παντελόνι]], θα το φθείρεις στο [[τέλος]]» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ' ὑφάς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] πνευματική ή [[ηθική]] [[φθορά]], [[διαφθείρω]] («ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά», αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>φθείρομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[χάνω]] σταδιακά το [[κύρος]] και την [[υπόληψη]] μου<br />β) (στην [[ποίηση]]) [[αδυνατίζω]] («τα [[τέκνα]] τριγύρου / φθαρμένα και μαύρα / σαν ίσκιους ονείρου», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[φονεύω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με παρθένες) [[αποπλανώ]] ή [[ατιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα ή με δώρα<br /><b>4.</b> [[αναμιγνύω]] [[μερικά]] [[σταθερά]] χρώματα με σκοπό την [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για ταξιδιώτες στη [[στεριά]] ή για ναυτικούς) [[περιπλανώμαι]]<br />β) [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] χειρότερη από αυτήν που ήμουν [[προηγουμένως]]<br />γ) <b>ιατρ.</b> [[υφίσταμαι]] [[διαταραχή]] («ἡ κοιλίη φθαρήσεται», Ιπποκρ.)<br />δ) (για [[γυναίκα]]) καθίσταμαι [[στείρα]] («χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (το β' εν. και πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ. ως [[κατάρα]]) <i>φθείρου</i>! και <i>φθείρεσθε</i>!<br />να χαθείς!, να χαθείτε!<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φθείρομαί τινος» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «φθείρομαι εἴς τι [ή [[πρός]] τι]»<br />(για φορτικούς ανθρώπους και για κόλακες) [[πέφτω]] ορμητικά [[πάνω]] σε κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φθερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>her</i>- «ρέω, χύνομαι, εξαφανίζομαι», με ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (όπως φαίνεται και από την [[εναλλαγή]] αρκτικού <i>φθ</i>/<i>ψ</i>, <b>πρβλ.</b> τον διαλ. τ. [[ψείρει]], <b>βλ.</b> και [[φθάνω]], [[φθίνω]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kşarati</i> «ρέει, χύνεται, εξαφανίζεται», <i>kşara</i>- «[[νερό]]», αβεστ. <i>yžara</i><sup>i</sup><i>ti</i> «ρέει». Εκτός από την κύρια σημ., το ρ. [[φθείρω]] [[καθώς]] και ορισμένα σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>συμφθείρομαι</i>) και παρ. (<b>πρβλ.</b> [[φθορά]]) εμφανίζουν μια ιδιαίτερη [[τεχνική]] σημ. «[[αναμιγνύω]] χρώματα», η οποία έχει προέλθει με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]], που σημειώθηκε μόνο στην Ελληνική, από τη σημ. «[[φθείρω]], [[χαλώ]] την [[καθαρότητα]] τών χρωμάτων με την [[ανάμιξη]] τους». Οι διαλεκτικοί τ. [[φθήρω]] και [[φθέρρω]] έχουν προέλθει από τον τ. <i>φθερ</i>-<i>jω</i> με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κτενjω</i> <span style="color: red;"><</span> ιων.-αττ. [[κτείνω]], αρκαδ. <i>κτήνω</i>, λεσβ. [[κτέννω]]), ενώ ο τ. [[φθαίρω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φθαρ</i>- του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[κταίνω]]: [[κτείνω]]). Τέλος, από το ρ. [[φθείρω]] προέρχονται παρ. και σύνθ. τ. που εμφανίζουν τις μορφές <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>φθορ</i>-<i>ά</i>, <i>φθόρ</i>-<i>ος</i>, [[καθώς]] και τα σύνθ. σε -<i>φθορος</i>) και <i>φθαρ</i>-της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> <i>φθάρ</i>-<i>μα</i>, <i>φθαρ</i>-<i>τός</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φθαρτικός]], [[φθαρτός]], [[φθορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φθάρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φθόρος]]·<b>μσν.</b> [[φθάρσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φθαρμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φθερσίβροτος]], [[φθερσιγενής]]. (Β' συνθετικό) [[διαφθείρω]], [[παραφθείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφθείρω]], [[εκφθείρω]], [[καταφθείρω]], [[προφθείρω]], [[συμφθείρω]], [[υποφθείρω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φθείρω:''' (√<i>ΦΘΕΡ</i>, <i>ΦΘΑΡ</i>), μέλ. <i>φθερῶ</i>, Ιων. <i>φθερέω</i>, Επικ. <i>φθέρσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφθειρα</i>, παρακ. [[ἔφθαρκα]], Μέσ. μέλ. <i>φθεροῦμαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]) — Παθ., μέλ. <i>φθᾰρήσομαι</i>, αόρ. βʹ [[ἐφθάρην]] [ᾰ], ποιητ. γʹ πληθ. <i>ἔφθαρεν</i>, παρακ. <i>ἔφθαρμαι</i>, γʹ πληθ. <i>ἐφθάραται</i>.<br /><b class="num">I.</b> [[ερειπώνω]], [[φθείρω]], [[διαλύω]], [[καταστρέφω]], Λατ. perdere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. καταστρέφομαι, [[χάνομαι]], σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ.<br /><b class="num">1.</b> <i>φθείρεσθε</i>, (ως [[κατάρα]]) να χαθείτε! να καταστραφείτε!, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φθείρου</i>, γκρεμίσου! χάσου! τσακίσου!, Λατ. [[abi]] in malam rem!, σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>εἰ μὴ φθερῇ</i>, αν δεν γκρεμιστείς να φύγεις..., σε Ευρ.· με γεν., <i>φθείρεσθε τῆσδε</i>, απομακρυνθείτε από αυτή! δηλ. ελευθερώστε τη, αφήστε τη να φύγει, σε Ευρ.· φθείρεσθαι [[πρός]]..., [[τρέχω]] με [[ορμή]] προς..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> έχω υποστεί [[απώλεια]] εξαιτίας ναυαγίου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για γυναίκες, <i>χερσούς φθαρῆναι</i>, [[μαραζώνω]] λόγω της ατεκνίας, σε Σοφ.
}}
}}