Anonymous

ἐγγυαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγγυαλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στην [[παλάμη]] κάποιου, [[εγχειρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]], [[δωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[κοιλότητα]] του χεριού, [[χούφτα]]». Το ρ. λόγω του ότι σχηματίζει ουρανικό μέλλ. <i>εγγυαλίξω</i> και αόρ. <i>εγγυάλιξα</i> θεωρήθηκε ως αχαϊκό].
|mltxt=[[ἐγγυαλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στην [[παλάμη]] κάποιου, [[εγχειρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]], [[δωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[κοιλότητα]] του χεριού, [[χούφτα]]». Το ρ. λόγω του ότι σχηματίζει ουρανικό μέλλ. <i>εγγυαλίξω</i> και αόρ. <i>εγγυάλιξα</i> θεωρήθηκε ως αχαϊκό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγγυᾰλίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[γύαλον]]), [[βάζω]] στην [[παλάμη]] του χεριού, [[εγχειρίζω]] ([[δίνω]] στα χέρια κάποιου), σε Όμηρ.
}}
}}