Anonymous

χοϊκός: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [<i>χοῡς</i> (II)]<br />φτειαγμένος από [[χώμα]], από πηλό («ὁ [[πρῶτος]] [[ἄνθρωπος]] ἐκ γῆς [[χοϊκός]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] κατάλληλη για να πάρει [[μέρος]] στην [[εορτή]] τών Χοών<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ χοϊκαί</i><br /><b>πιθ.</b> η [[εορτή]] τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [<i>χοῡς</i> (II)]<br />φτειαγμένος από [[χώμα]], από πηλό («ὁ [[πρῶτος]] [[ἄνθρωπος]] ἐκ γῆς [[χοϊκός]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] κατάλληλη για να πάρει [[μέρος]] στην [[εορτή]] τών Χοών<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ χοϊκαί</i><br /><b>πιθ.</b> η [[εορτή]] τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χοϊκός:''' -ή, -όν ([[χοῦς]] Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το [[χώμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}