Anonymous

θρηνητικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θρηνητικός]], -ή, -όν) [[θρηνητής]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο<br /><b>2.</b> [[πένθιμος]], [[θλιβερός]], [[λυπητερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για θρήνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρηνητικόν</i><br />[[αιτία]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρηνητικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θρηνητικῶς)<br />με θρηνητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θρηνητικός]], -ή, -όν) [[θρηνητής]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο<br /><b>2.</b> [[πένθιμος]], [[θλιβερός]], [[λυπητερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για θρήνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρηνητικόν</i><br />[[αιτία]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρηνητικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θρηνητικῶς)<br />με θρηνητικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρηνητικός:''' -ή, -όν ([[θρηνέω]]), [[παραπονιάρης]], κλαψιάρης, [[θρηνητικός]], σε Αριστ.
}}
}}