Anonymous

ὁμολογία: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμολογία]], Α ιων. τ. ὁμολογίη και βοιωτ. τ. [[ὁμολογά]]) [[ομόλογος]]<br /><b>1.</b> προφορική ή γραπτή [[αποδοχή]] λόγων ή πράξεων («[[ἔπειτα]] ἐκ ταύτης [[ἴσως]] τῆς ὁμολο γίας [[ἐναντίον]] τι συνέβη ἐν τοῑς λόγοις <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> επίσημη [[διακήρυξη]] τών δογμάτων μιας εκκλησίας ή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας («[[ομολογία]] πίστεως» — η [[δημόσια]], προφορική ή γραπτή [[διακήρυξη]] με [[παρρησία]] της χριστιανικής πίστης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[αποκάλυψη]] ή [[παραδοχή]] γεγονότος βλαπτικού για εκείνον που ομολογεί, εν όψει ή εξ αφορμής ή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας δίκης<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> η [[ομοιότητα]] δομής, λειτουργίας ή ανάπτυξης οργάνων σε διαφορετικά είδη οργανισμών, [[ομοιότητα]] η οποία βασίζεται στην προέλευσή τους από κοινούς φυλογενετικούς προγόνους, όπως [[είναι]] λ.χ. τα πρόσθια [[άκρα]] του ανθρώπου, της νυχτερίδας και του ελαφιού<br /><b>3.</b> (εμπορ. δίκ.) [[ανώνυμος]] [[τίτλος]] δανείου εκδιδόμενος από αυτόν που το συνάπτει και παραδιδόμενος στον δανειστή ως [[απόδειξη]] της υποχρέωσης του πρώτου και του δικαιώματος του δευτέρου, αλλ. ομόλογο<br /><b>4.</b> <b>χημ.</b> [[ιδιότητα]] τών χημικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες<br /><b>5.</b> <b>(γεωμ.)</b> (για σχήματα) [[αντιστοιχία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] γενική [[ομολογία]]» ή «[[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]]» — όπως παραδέχονται όλοι, αναμφισβήτητα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[τάξιμο]], [[αφιέρωμα]] [[προς]] τον Θεό («τὰς ὁμολογίας ἡμῶν ἃς ὡμολογήκαμεν, θυμιᾱν τῇ βασιλίσσῃ τοῡ οὐρανοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[έκθεση]] ή [[παραδοχή]] αμαρτιών, [[εξομολόγηση]]<br /><b>3.</b> [[ανάληψη]] υποχρέωσης, [[συμβόλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]] («[[συμφωνία]] δέ, [[ὁμολογία]] τις<br />ὁμολογίαν δὲ ἐκ διαφερομένων, ἕως ἂν διαφέρωνται ἀδύνατον [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Στωικούς) [[συμφωνία]] με τη [[φύση]], [[προσαρμογή]] ή [[συμμόρφωση]] στη [[φύση]], στους νόμους της φύσης<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[ευχαριστία]] ή [[ευχή]] [[προς]] τον Θεό («καὶ νῡν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[συνομολόγηση]], [[σύμβαση]] («τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> συνθήκες παράδοσης που συνάπτονταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πολέμου («ὁμολογίᾳ τὴν ἁκρόπολιν παραδοῡναι», Θούκ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ὁμολογίαν» — όπως παραδέχεται [[κάποιος]]<br />β) «[[ὁμολογία]] ὀνομάτων» — [[συμφωνία]] τών λέξεων<br />γ) «ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι» — η [[συζήτηση]] που διεξάγεται βάσει δεδομένων ή συμφωνημένων προτάσεων<br />δ) «ὁμολογίῃ χρῆσθαι» και «εἰς ὁμολογίαν προσχωρεῑν»<br />(για ηττημένους) το να έρχεται [[κανείς]] σε διαπραγματεύσεις παραδόσεως<br />ε) «ὁμολογίαν δέχεσθαι»<br />(για ηττημένους) [[αποδοχή]] προτάσεων παραδόσεως<br />στ) «εις ομολογίαν προκαλείσθαι»<br />(για νικητές) το να γίνονται [[προς]] τους ηττημένους προτάσεις παραδόσεως με όρους.
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμολογία]], Α ιων. τ. ὁμολογίη και βοιωτ. τ. [[ὁμολογά]]) [[ομόλογος]]<br /><b>1.</b> προφορική ή γραπτή [[αποδοχή]] λόγων ή πράξεων («[[ἔπειτα]] ἐκ ταύτης [[ἴσως]] τῆς ὁμολο γίας [[ἐναντίον]] τι συνέβη ἐν τοῑς λόγοις <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> επίσημη [[διακήρυξη]] τών δογμάτων μιας εκκλησίας ή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας («[[ομολογία]] πίστεως» — η [[δημόσια]], προφορική ή γραπτή [[διακήρυξη]] με [[παρρησία]] της χριστιανικής πίστης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[αποκάλυψη]] ή [[παραδοχή]] γεγονότος βλαπτικού για εκείνον που ομολογεί, εν όψει ή εξ αφορμής ή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας δίκης<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> η [[ομοιότητα]] δομής, λειτουργίας ή ανάπτυξης οργάνων σε διαφορετικά είδη οργανισμών, [[ομοιότητα]] η οποία βασίζεται στην προέλευσή τους από κοινούς φυλογενετικούς προγόνους, όπως [[είναι]] λ.χ. τα πρόσθια [[άκρα]] του ανθρώπου, της νυχτερίδας και του ελαφιού<br /><b>3.</b> (εμπορ. δίκ.) [[ανώνυμος]] [[τίτλος]] δανείου εκδιδόμενος από αυτόν που το συνάπτει και παραδιδόμενος στον δανειστή ως [[απόδειξη]] της υποχρέωσης του πρώτου και του δικαιώματος του δευτέρου, αλλ. ομόλογο<br /><b>4.</b> <b>χημ.</b> [[ιδιότητα]] τών χημικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες<br /><b>5.</b> <b>(γεωμ.)</b> (για σχήματα) [[αντιστοιχία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] γενική [[ομολογία]]» ή «[[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]]» — όπως παραδέχονται όλοι, αναμφισβήτητα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[τάξιμο]], [[αφιέρωμα]] [[προς]] τον Θεό («τὰς ὁμολογίας ἡμῶν ἃς ὡμολογήκαμεν, θυμιᾱν τῇ βασιλίσσῃ τοῡ οὐρανοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[έκθεση]] ή [[παραδοχή]] αμαρτιών, [[εξομολόγηση]]<br /><b>3.</b> [[ανάληψη]] υποχρέωσης, [[συμβόλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]] («[[συμφωνία]] δέ, [[ὁμολογία]] τις<br />ὁμολογίαν δὲ ἐκ διαφερομένων, ἕως ἂν διαφέρωνται ἀδύνατον [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Στωικούς) [[συμφωνία]] με τη [[φύση]], [[προσαρμογή]] ή [[συμμόρφωση]] στη [[φύση]], στους νόμους της φύσης<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[ευχαριστία]] ή [[ευχή]] [[προς]] τον Θεό («καὶ νῡν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[συνομολόγηση]], [[σύμβαση]] («τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> συνθήκες παράδοσης που συνάπτονταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πολέμου («ὁμολογίᾳ τὴν ἁκρόπολιν παραδοῡναι», Θούκ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ὁμολογίαν» — όπως παραδέχεται [[κάποιος]]<br />β) «[[ὁμολογία]] ὀνομάτων» — [[συμφωνία]] τών λέξεων<br />γ) «ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι» — η [[συζήτηση]] που διεξάγεται βάσει δεδομένων ή συμφωνημένων προτάσεων<br />δ) «ὁμολογίῃ χρῆσθαι» και «εἰς ὁμολογίαν προσχωρεῑν»<br />(για ηττημένους) το να έρχεται [[κανείς]] σε διαπραγματεύσεις παραδόσεως<br />ε) «ὁμολογίαν δέχεσθαι»<br />(για ηττημένους) [[αποδοχή]] προτάσεων παραδόσεως<br />στ) «εις ομολογίαν προκαλείσθαι»<br />(για νικητές) το να γίνονται [[προς]] τους ηττημένους προτάσεις παραδόσεως με όρους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμολογία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]], [[παραδοχή]], [[συμφωνία]], στον ίδ.· <i>κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμ</i>., με τη συναίνεσή μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> τετελεσμένη [[συμφωνία]], [[σύμφωνο]], στον ίδ.· [[συχνά]] στον πληθ., στον ίδ.· [[ιδίως]] σε συνθήκες πολέμου, όροι παράδοσης, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}