Anonymous

εὔφραστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῑ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φραστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φραστος</i>].
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῑ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φραστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φραστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔφραστος:''' -ον ([[φράζω]]), [[εύκολος]] στην [[προφορά]] ή στην [[έκφραση]], [[ευπρόφερτος]], σε Αριστ.
}}
}}