Anonymous

συγχωρητέος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχωρητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του <i>συγχωρῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>συγχωρητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>συγχωρητέα</i>, σε Σοφ.
}}
}}