3,273,831
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίτης]], <i>λιθ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίτης]], <i>λιθ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰκᾰρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, βλ. [[μάκαρ]] II.<br /><b class="num">I.</b> [[καλότυχος]], δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μακαρίτης]] [[βίος]], με διπλό [[νόημα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |