Anonymous

ἀντίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ίσου βάρους με [[κάτι]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[αντιστάθμισμα]] ή για εξιλασμό.
|mltxt=[[ἀντίσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ίσου βάρους με [[κάτι]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[αντιστάθμισμα]] ή για εξιλασμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ.
}}
}}