Anonymous

ἄνυδρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνυδρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο [[ξερός]], ο [[στεγνός]], αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] [[νερό]] ή έχει πολύ λίγο<br />(«[[Ἄργος]] ἄνυδρον», Στράβων<br />«ἄνυδρο [[χωράφι]]»)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ξερικός]], αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.<br />«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.<br />«ἄνυδρες ντομάτες»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εποχές) [[εκείνη]] που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ [[θέρος]] [[πάνυ]] ἄνυδρον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[εκείνος]] που δεν τον έλουσαν («[[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]]», Ευριπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ένυδρος]], [[έφυδρος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνυδρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο [[ξερός]], ο [[στεγνός]], αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] [[νερό]] ή έχει πολύ λίγο<br />(«[[Ἄργος]] ἄνυδρον», Στράβων<br />«ἄνυδρο [[χωράφι]]»)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ξερικός]], αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.<br />«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.<br />«ἄνυδρες ντομάτες»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εποχές) [[εκείνη]] που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ [[θέρος]] [[πάνυ]] ἄνυδρον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[εκείνος]] που δεν τον έλουσαν («[[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]]», Ευριπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ένυδρος]], [[έφυδρος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνυδρος:''' -ον ([[ὕδωρ]]), αυτός που έχει [[έλλειψη]] νερού, [[άνυδρος]], λέγεται για ξηρές χώρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[πτώμα]], στερημένο από επικήδεια λουτρά, σε Ευρ.
}}
}}