Anonymous

ἀντιπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀντιπρόσωπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου<br /><b>2.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[διπλωματικός]]» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική [[εκπροσώπηση]] του κράτους του στο εξωτερικό<br /><b>3.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[εμπορικός]]» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, [[μετά]] από [[εντολή]] και για λογαριασμό τρίτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει κάποιον [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]], ο [[αντιμέτωπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br /><b>4.</b> το υποκατάστατο.
|mltxt=ο (AM [[ἀντιπρόσωπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου<br /><b>2.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[διπλωματικός]]» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική [[εκπροσώπηση]] του κράτους του στο εξωτερικό<br /><b>3.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[εμπορικός]]» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, [[μετά]] από [[εντολή]] και για λογαριασμό τρίτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει κάποιον [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]], ο [[αντιμέτωπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br /><b>4.</b> το υποκατάστατο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπρόσωπος:''' -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά [[καταπρόσωπα]] κάποιον, που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], στον ίδ.
}}
}}