Anonymous

ἀπαιθριάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαιθριάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] στον αέρα, [[αερίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα<br /><b>3.</b> (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται [[αιθρία]], ξαστεριάζει.
|mltxt=[[ἀπαιθριάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] στον αέρα, [[αερίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα<br /><b>3.</b> (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται [[αιθρία]], ξαστεριάζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιθριάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰθρία]]), [[απομακρύνω]] τα σύννεφα από τον ουρανό, [[καθαρίζω]] τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.
}}
}}