Anonymous

ἄπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπεπλος]], -ον (AM)<br />(για [[κόρη]]) [[χωρίς]] πέπλο, μόνο με τον χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]]» — ντυμένη πένθιμα <b>(Ευριπ.)</b>
|mltxt=[[ἄπεπλος]], -ον (AM)<br />(για [[κόρη]]) [[χωρίς]] πέπλο, μόνο με τον χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]]» — ντυμένη πένθιμα <b>(Ευριπ.)</b>
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
}}
}}