Anonymous

ἀπέρωτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπέρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] έρωτα, [[δυσάρεστος]] («άπέρωτος [[ἔρως]]») (<b>[[πρβλ]].</b> «[[γάμος]] [[ἄγαμος]]», Αισχύλος).
|mltxt=[[ἀπέρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] έρωτα, [[δυσάρεστος]] («άπέρωτος [[ἔρως]]») (<b>[[πρβλ]].</b> «[[γάμος]] [[ἄγαμος]]», Αισχύλος).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέρωτος:''' -ον ([[ἔρως]]), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], όπως το [[γάμος]] [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}