Anonymous

ἀντεπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντεπεξέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, [[αντιμετωπίζω]] με [[επιτυχία]], τα [[βγάζω]] [[πέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεπιτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επεξέρχομαι]]. Ο τ. [[ανταπεξέρχομαι]] —με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>-σε -<i>α</i>- ή από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>από</i>- ([[αντί]] <i>επί</i>)— χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του ορθού [[αντεπεξέρχομαι]]].
|mltxt=(Α [[ἀντεπεξέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, [[αντιμετωπίζω]] με [[επιτυχία]], τα [[βγάζω]] [[πέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεπιτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επεξέρχομαι]]. Ο τ. [[ανταπεξέρχομαι]] —με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>-σε -<i>α</i>- ή από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>από</i>- ([[αντί]] <i>επί</i>)— χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του ορθού [[αντεπεξέρχομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεπεξέρχομαι:''' = [[ἀντεπέξειμι]], σε Θουκ.
}}
}}