Anonymous

ἀπόβλητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόβλητος]], -ον) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποβληθεί από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> ο απομονωμένος, ο [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που [[είναι]] δυνατόν να χαθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βιομηχανικά απόβλητα</i><br />[[κάθε]] στερεή, υγρή ή [[αέρια]] [[ουσία]] ή και η [[θερμότητα]] που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική [[αξία]] μικρότερη από το [[κόστος]] ανάκτησης τους.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόβλητος]], -ον) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποβληθεί από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> ο απομονωμένος, ο [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που [[είναι]] δυνατόν να χαθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βιομηχανικά απόβλητα</i><br />[[κάθε]] στερεή, υγρή ή [[αέρια]] [[ουσία]] ή και η [[θερμότητα]] που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική [[αξία]] μικρότερη από το [[κόστος]] ανάκτησης τους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόβλητος:''' -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀποβάλλω]], αυτός που αξίζει να απορριφθεί ως [[άχρηστος]], ως [[ανάξιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}