Anonymous

ἀποκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>βλ.</b> [[αποκρίνομαι]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[ἀποκρίνω]])<br />[[τελειώνω]] την [[κρίση]], [[αποφασίζω]] οριστικά.
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>βλ.</b> [[αποκρίνομαι]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[ἀποκρίνω]])<br />[[τελειώνω]] την [[κρίση]], [[αποφασίζω]] οριστικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[ξεχωρίζω]], [[τοποθετώ]] [[χωριστά]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀποκρινθέντε</i>, αυτοί οι [[δύο]] που αποχωρίστηκαν από το [[πλήθος]], λέγεται για [[δύο]] ήρωες που προχωρούν [[μπροστά]] ως πρόμαχοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν [[ὄνομα]], έχω διαχωρισθεί, διακριθεί με την [[υιοθέτηση]] ενός κοινού ονόματος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σημαδεύω]] με έναν χαρακτηριστικό τύπο, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἀποκεκριμένος</i>, ο διακεκριμένος, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., <i>ἀποκρίνομαι</i>, μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i> — Παθ. <i>-κέκρῐμαι</i>, και τα [[δύο]] με Μέσ. και Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] [[απόκριση]] σε μια [[ερώτηση]], [[απαντώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· ἀποκρίνομαι [[πρός]] τινα ή [[πρός]] τι, [[απαντώ]] σε αυτόν που θέτει μια [[ερώτηση]] ή στο ίδιο το [[ερώτημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., <i>ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν</i>, [[απαντώ]] στο [[ερώτημα]], στον ίδ.· ομοίως στην Παθ., <i>τοῦτόμοι ἀποκεκρίσθω</i>, ας είναι αυτή η απάντησή μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απαντώ]] στις κατηγορίες, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο</i>, έδωσε [[απάντηση]], [[πρώτα]] σε Καινή Διαθήκη
}}
}}