Anonymous

ἀπέχθομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπέχθομαι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απεχθάνομαι]].
|mltxt=[[ἀπέχθομαι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απεχθάνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. βʹ του [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
}}