Anonymous

ἀπελέγχω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπελέγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επικρίνω]], [[καταδικάζω]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]], [[αντικρούω]].
|mltxt=[[ἀπελέγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επικρίνω]], [[καταδικάζω]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]], [[αντικρούω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, επιτετ. του [[ἐλέγχω]], [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[ανασκευάζω]], [[αποδεικνύω]], σε Αντιφ.
}}
}}