Anonymous

ἀποδημητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδημητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· [[παράστασις]] ἀποδημητική, [[εξορία]] στα [[ξένα]], δηλ. [[εξοστρακισμός]], σε Αριστ.
}}
}}