Anonymous

ἀπολαυστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολαυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] που τον απολαμβάνει ή που [[είναι]] δυνατόν να τον απολαύσει [[κάποιος]].
|mltxt=[[ἀπολαυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] που τον απολαμβάνει ή που [[είναι]] δυνατόν να τον απολαύσει [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαυστός:''' -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί [[κάποιος]] να απολαύσει, [[απολαυστικός]], [[τερπνός]], σε Πλούτ.
}}
}}