3,274,873
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποδύω]] (Α) (νεοελλ. μόνο [[μέση]] [[φωνή]], [[αποδύομαι]])<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[αρχίζω]] [[κάτι]] με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[ένδυμα]], οπλισμό, [[γδύνω]], [[ξεγυμνώνω]], [[απογυμνώνω]]<br />II. (μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> (για οστρακόδερμα) [[αποβάλλω]] το όστρακο μου<br /><b>2.</b> (σε [[παλαίστρα]]) γδύνομαι για να αγωνιστώ, [[αγωνίζομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] μου, το «ξεφορτώνομαι». | |mltxt=[[ἀποδύω]] (Α) (νεοελλ. μόνο [[μέση]] [[φωνή]], [[αποδύομαι]])<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[αρχίζω]] [[κάτι]] με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[ένδυμα]], οπλισμό, [[γδύνω]], [[ξεγυμνώνω]], [[απογυμνώνω]]<br />II. (μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> (για οστρακόδερμα) [[αποβάλλω]] το όστρακο μου<br /><b>2.</b> (σε [[παλαίστρα]]) γδύνομαι για να αγωνιστώ, [[αγωνίζομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] μου, το «ξεφορτώνομαι». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδύω:''' μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδῡσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αφαιρώ]] τα ενδύματα ή τον οπλισμό φονευμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ. μέλ. <i>δῠθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -δύθην [ῠ], παρακ. <i>-δέδῠμαι</i>·<br /><b class="num">2.</b> αυτό που [[γυμνώνω]] έναν άνθρωπο από τα ρούχα του· ἀπέδυσε [[τὰς]] γυναῖκας, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ. μέλ. -[[δύσομαι]] [ῡ], αόρ. αʹ <i>-εδυσάμην</i>· επίσης αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ [[ἀπέδυν]], παρακ. <i>ἀποδέδῡκα</i>· [[γυμνώνω]] τον εαυτό μου, [[βγάζω]] τα ρούχα μου, <i>εἴματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., <i>ἀποδυσάμενος</i>, αυτός που έχει γδυθεί, στο ίδ.· <i>ἀποδύντες</i>, αυτοί που έμειναν [[τελείως]] γυμνοί, σε Θουκ.· <i>ἀποδύεσθαι εἴς</i>ή [[πρός]] τι, γδύνομαι για να επιδοθώ σε [[γυμναστική]] [[εξάσκηση]], σε Πλούτ.· μεταφ., <i>ἀποδύντες ἐπίωμεν</i>, ας γδυθούμε και ας επιτεθούμε, δηλ. ας ετοιμαστούμε κι ας αρχίσουμε τα αναπαιστικά τραγούδια, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |