Anonymous

ἀπηλεγέως: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπηλεγέως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> σκληρά, αυστηρά<br /><b>2.</b> απερίφραστα.
|mltxt=[[ἀπηλεγέως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> σκληρά, αυστηρά<br /><b>2.</b> απερίφραστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπηλεγέως:''' επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, [[ἀλέγω]]), [[χωρίς]] [[μέριμνα]] για [[τίποτε]], [[χωρίς]] [[περίσκεψη]] για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]], σε Όμηρ.
}}
}}