Anonymous

ἀποπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπλάζω]] (Α) [[πλάζω]]<br />Ι. [[αποπλανώ]], [[εκτρέπω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι.
|mltxt=[[ἀποπλάζω]] (Α) [[πλάζω]]<br />Ι. [[αποπλανώ]], [[εκτρέπω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του, τον [[ξεστρατίζω]], τον [[αποπλανώ]], <i>τινός</i>, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>-επλάχθην</i>, πλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου, <i>σῆς πατρίδος</i>, [[Τροίηθεν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς</i>, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για [[βέλος]], στο ίδ.· απόλ., [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, [[περικεφαλαία]] που δέχθηκε [[χτύπημα]] και εκτινάχθηκε από το [[κεφάλι]], στο ίδ.
}}
}}