3,271,364
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπλάζω]] (Α) [[πλάζω]]<br />Ι. [[αποπλανώ]], [[εκτρέπω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι. | |mltxt=[[ἀποπλάζω]] (Α) [[πλάζω]]<br />Ι. [[αποπλανώ]], [[εκτρέπω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του, τον [[ξεστρατίζω]], τον [[αποπλανώ]], <i>τινός</i>, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>-επλάχθην</i>, πλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου, <i>σῆς πατρίδος</i>, [[Τροίηθεν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς</i>, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για [[βέλος]], στο ίδ.· απόλ., [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, [[περικεφαλαία]] που δέχθηκε [[χτύπημα]] και εκτινάχθηκε από το [[κεφάλι]], στο ίδ. | |||
}} | }} |