Anonymous

πάγκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάγκλαυστος]] και πάγκλαυτος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που [[είναι]] από [[κάθε]] [[άποψη]] [[αξιοθρήνητος]] («παγκλαύτων ἀλγεων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, [[γεμάτος]] δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τος</i>].
|mltxt=[[πάγκλαυστος]] και πάγκλαυτος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που [[είναι]] από [[κάθε]] [[άποψη]] [[αξιοθρήνητος]] («παγκλαύτων ἀλγεων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, [[γεμάτος]] δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάγκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[αξιοθρήνητος]] σε όλα, εντελώς [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που είναι [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Σοφ.
}}
}}