Anonymous

ἀπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόσιτος]], -ον) [[πρόσειμι]]<br />(κ. μτφ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απλησίαστος]], [[απροσπέλαστος]]<br /><b>2.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόσιτος]], -ον) [[πρόσειμι]]<br />(κ. μτφ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απλησίαστος]], [[απροσπέλαστος]]<br /><b>2.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσῑτος:''' -ον, [[απλησίαστος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πλούτ.
}}
}}