Anonymous

εὐρυχωρία: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐρυχωρία]], Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [[ευρύχωρος]]<br />[[ευρύς]] [[χώρος]], [[εκτεταμένος]] [[χώρος]], [[απλωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κενός]] [[χώρος]] στο εξαρθρωμένο [[μέλος]]<br /><b>2.</b> (για εκτεταμένο [[πεδίο]]) το κατάλληλο για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) ανοιχτό και εκτεταμένο [[μέρος]]<br /><b>4.</b> ελεύθερο [[διάστημα]], [[τόπος]] για να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐρυχωρία]], Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [[ευρύχωρος]]<br />[[ευρύς]] [[χώρος]], [[εκτεταμένος]] [[χώρος]], [[απλωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κενός]] [[χώρος]] στο εξαρθρωμένο [[μέλος]]<br /><b>2.</b> (για εκτεταμένο [[πεδίο]]) το κατάλληλο για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) ανοιχτό και εκτεταμένο [[μέρος]]<br /><b>4.</b> ελεύθερο [[διάστημα]], [[τόπος]] για να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυχωρία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ανοιχτός]] [[χώρος]], [[ελεύθερος]] [[χώρος]], [[απλωσιά]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανοικτό [[πεδίο]] μάχης, σε Ξεν.· <i>ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν</i>, [[ναυμαχώ]] σε ανοικτό ή ευρύχωρο [[μέρος]], σε Ηρόδ.
}}
}}