Anonymous

πηγεσίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αρνί]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], [[πυκνόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]], με [[παρέκταση]] -<i>εσι</i>- [[κατά]] τα συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}