Anonymous

λαγών: Difference between revisions

From LSJ
414 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαγών]], -όνος), ἡ, Α και [[λαγών]], ὁ)<br /><b>βλ.</b> [[λαγόνα]].
|mltxt=η (AM [[λαγών]], -όνος), ἡ, Α και [[λαγών]], ὁ)<br /><b>βλ.</b> [[λαγόνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγών:''' -όνος, ἡ ([[λαγαρός]]),<br /><b class="num">I.</b> κοίλο [[μέρος]] του σώματος [[κάτω]] από τα [[πλευρά]], κοινώς «[[λαγόνι]]», σε Ευρ.· στον πληθ., λαγόνες, στον ίδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[κάθε]] [[κοιλότητα]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
}}