Anonymous

κυανώπης: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανώπης]], ο, θηλ. [[κυανῶπις]], -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.<br />β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[κυανόπρωρος]] («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν [[ἄγαγον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυν</i>-<i>ώπης</i>].
|mltxt=[[κυανώπης]], ο, θηλ. [[κυανῶπις]], -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.<br />β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[κυανόπρωρος]] («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν [[ἄγαγον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυν</i>-<i>ώπης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, <i>-ιδος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, [[νῆες]] κυανώπιδες, σε Αισχύλ.
}}
}}