Anonymous

ὑπομιμνήσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπομιμνήσκω]] και τ. μτχ. ενεργ. ενεστ. υπομνήμων, ΝΜΑ, και μτγν. τ. [[ὑπομνήσκω]] Α [[μιμνήσκω]]<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]], [[υπενθυμίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπομιμνήσκων</i> και <i>υπομνήμων</i><br /><b>εκκλ.</b> [[αξίωμα]] κληρικού, πρεσβυτέρου και διακόνου, [[καθώς]] και λαϊκού, του οποίου ο [[κάτοχος]] είχε [[καθήκον]] να δέχεται τα αιτήματα και τις παρακλήσεις τών πιοτών [[αλλά]] και τις επιστολές που αυτοί απηύθυναν [[προς]] τον επίσκοπο, να προβαίνει σε ανάλογες απαντήσεις, [[αφού]] συζητούσε με τον επίσκοπο, και να θέτει υπ' όψιν του τις διάφορες δικαστικής φύσης υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να αποφανθεί το επισκοπικό δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />[[ζητώ]], [[ρωτώ]] να μάθω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (σχετικά με νόσο) [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («[[ὑπομιμνήσκω]] τὴν ἔκκρισιν», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και παθ.) [[κάνω]] [[μνεία]] ενός πράγματος, αναφέρομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ὑπομιμνήσκομαι</i><br />[[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὡς ὑπέμνησται» — όπως έχει αναφερθεί [[παραπάνω]] <b>(Πρόκλ.)</b>.
|mltxt=[[ὑπομιμνήσκω]] και τ. μτχ. ενεργ. ενεστ. υπομνήμων, ΝΜΑ, και μτγν. τ. [[ὑπομνήσκω]] Α [[μιμνήσκω]]<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]], [[υπενθυμίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπομιμνήσκων</i> και <i>υπομνήμων</i><br /><b>εκκλ.</b> [[αξίωμα]] κληρικού, πρεσβυτέρου και διακόνου, [[καθώς]] και λαϊκού, του οποίου ο [[κάτοχος]] είχε [[καθήκον]] να δέχεται τα αιτήματα και τις παρακλήσεις τών πιοτών [[αλλά]] και τις επιστολές που αυτοί απηύθυναν [[προς]] τον επίσκοπο, να προβαίνει σε ανάλογες απαντήσεις, [[αφού]] συζητούσε με τον επίσκοπο, και να θέτει υπ' όψιν του τις διάφορες δικαστικής φύσης υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να αποφανθεί το επισκοπικό δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />[[ζητώ]], [[ρωτώ]] να μάθω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (σχετικά με νόσο) [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («[[ὑπομιμνήσκω]] τὴν ἔκκρισιν», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και παθ.) [[κάνω]] [[μνεία]] ενός πράγματος, αναφέρομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ὑπομιμνήσκομαι</i><br />[[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὡς ὑπέμνησται» — όπως έχει αναφερθεί [[παραπάνω]] <b>(Πρόκλ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομιμνήσκω:''' μέλ. <i>-μνήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπ-έμνησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> [[θυμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· [[ὑπομιμνήσκω]] τινά τι, σε Θουκ., Ξεν.· [[ὑπομιμνήσκω]] τινά, [[θυμίζω]], [[υπενθυμίζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[επαναφέρω]] στο [[μυαλό]], στη [[μνήμη]] κάποιου, [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]], <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τινί τι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[υπενθυμίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, κάνω λόγο για, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. ή Μέσ., [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[μνεία]], λόγο για [[κάτι]], [[περί]] τινος, σε Αισχύλ.
}}
}}