Anonymous

κυπάρισσος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κυπάρισσος]], Α αττ. τ. [[κυπάριττος]])<br /><b>1.</b> το κωνοφόρο [[δένδρο]] [[κυπαρίσσι]] (α. «[[μακρύς]] ἔναι ὡς [[κυπάρισσος]]», Διήγ. Αχιλλ.<br />β. «ἐντὶ δάφναι [[τηνεί]], ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακή λ. άγνωστης προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cypressus</i>, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής και από [[εκεί]] διάφορες ευρωπ. γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cypress</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>kupariseja</i> «[[κυπαρισσένιος]]». Τη λ. εμφανίζουν και τα τοπωνύμια <i>Κυπάρισσος</i> στη [[Φωκίδα]] (απ' όπου στη Μυκηναϊκή ο τ. <i>Kuparisijo</i> [πιθ. εθνικό όνομα]), <i>Κυπαρισσήεις</i>, <i>Κυπαρισσία</i>, <i>Κυπαρισσιαί</i>, <i>Κυπαρισσούς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυπαρίσσι]](<i>ον</i>), [[κυπαρίσσινος]], [[κυπαρισσών]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυπαρισσίας]], [[κυπαρίσσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυπαρισσόκομος]], [[κυπαρισσόροφος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βουρικυπάρισσος]], [[χαμαικυπάρισσος]].
|mltxt=η (AM [[κυπάρισσος]], Α αττ. τ. [[κυπάριττος]])<br /><b>1.</b> το κωνοφόρο [[δένδρο]] [[κυπαρίσσι]] (α. «[[μακρύς]] ἔναι ὡς [[κυπάρισσος]]», Διήγ. Αχιλλ.<br />β. «ἐντὶ δάφναι [[τηνεί]], ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακή λ. άγνωστης προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cypressus</i>, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής και από [[εκεί]] διάφορες ευρωπ. γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cypress</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>kupariseja</i> «[[κυπαρισσένιος]]». Τη λ. εμφανίζουν και τα τοπωνύμια <i>Κυπάρισσος</i> στη [[Φωκίδα]] (απ' όπου στη Μυκηναϊκή ο τ. <i>Kuparisijo</i> [πιθ. εθνικό όνομα]), <i>Κυπαρισσήεις</i>, <i>Κυπαρισσία</i>, <i>Κυπαρισσιαί</i>, <i>Κυπαρισσούς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυπαρίσσι]](<i>ον</i>), [[κυπαρίσσινος]], [[κυπαρισσών]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυπαρισσίας]], [[κυπαρίσσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυπαρισσόκομος]], [[κυπαρισσόροφος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βουρικυπάρισσος]], [[χαμαικυπάρισσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠπάρισσος:''' Αττ. -ιττος, <i>ἡ</i>, [[κυπαρίσσι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}