Anonymous

εἰσπαίω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπαίω]] (Α)<br />[[έρχομαι]] ορμητικά.
|mltxt=[[εἰσπαίω]] (Α)<br />[[έρχομαι]] ορμητικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπαίω:''' αόρ. αʹ <i>-έπαισα</i>, [[εισβάλλω]] ή [[ορμώ]] σε, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, σε Ευρ.
}}
}}