Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρημνίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM [[κατακρημνίζω]])<br />[[γκρεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] από [[ψηλά]] ή [[πετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῡ ἄκρου τοῡ κρημνοῡ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αποχωρίζω]] μια [[ουσία]] διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως [[ίζημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεδαφίζω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] «[[γκρεμίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
|mltxt=και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM [[κατακρημνίζω]])<br />[[γκρεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] από [[ψηλά]] ή [[πετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῡ ἄκρου τοῡ κρημνοῡ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αποχωρίζω]] μια [[ουσία]] διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως [[ίζημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεδαφίζω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] «[[γκρεμίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρημνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]] στον γκρεμό, σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ρίχνω]] [[κατακέφαλα]], <i>ἐκ τριηρέων</i>, σε Ξεν. — Παθ., γκρεμίζομαι, στον ίδ.
}}
}}