3,273,445
edits
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μτγν. επικ. τ. [[ὑποδράξ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για [[βλέμμα]]) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' [[ὑπόδρα]] ἰδών», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δρα</i>-<i>κ</i>- του ρ. [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>δρακ</i>-<i>ον</i>, <i>δράκ</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]). Παρλλ. απαντά και τ. [[ὑποδράξ]] με κατάλ. -<i>ς</i>, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης]. | |mltxt=και μτγν. επικ. τ. [[ὑποδράξ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για [[βλέμμα]]) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' [[ὑπόδρα]] ἰδών», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δρα</i>-<i>κ</i>- του ρ. [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>δρακ</i>-<i>ον</i>, <i>δράκ</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]). Παρλλ. απαντά και τ. [[ὑποδράξ]] με κατάλ. -<i>ς</i>, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |