Anonymous

ἠνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠνεμόεις]], δωρ. τ. [[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ιστίο]]) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα<br /><b>3.</b> (για [[κίνηση]]) [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς [[ἠνεμόεις]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτφ. για [[σκέψη]] ή [[γνώμη]]) αυτή που πετάει [[ψηλά]] ή [[είναι]] γρήγορη σαν τον άνεμο, [[επομένως]] υψηλή («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[ανεμόεις]]].
|mltxt=[[ἠνεμόεις]], δωρ. τ. [[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ιστίο]]) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα<br /><b>3.</b> (για [[κίνηση]]) [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς [[ἠνεμόεις]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτφ. για [[σκέψη]] ή [[γνώμη]]) αυτή που πετάει [[ψηλά]] ή [[είναι]] γρήγορη σαν τον άνεμο, [[επομένως]] υψηλή («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[ανεμόεις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠνεμόεις:''' ([[ἄνεμος]]), Δωρ. [[ἀνεμόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανεμώδης]], [[αερικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[κίνηση]], [[ορμητικός]], [[αστραπιαίος]], σε Αισχύλ.
}}
}}